- εύγληνος
- εὔγληνος, -ον (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐΰγληνος)1. (για άγρια θηρία) αυτός που έχει λαμπρά μάτια («εὔγληνοι κύκνοι»)2. λαμπρός, φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. τρί-γληνος].
Dictionary of Greek. 2013.